- φαινομένως
- φαινομένως, Adv.,A apparently, opp. ὡς ἀληθῶς, Procl. in Prm. p.499 S.; opp. ἀφανῶς, ib.p.618 S.; φ. καὶ εἰδωλικῶς Id. in R.1.77K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαινομένως — φαίνω A ren. pres part mp masc acc pl (doric) φαινομένως apparently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινομένως — Α επίρρ. κατά τα φαινόμενα, φαινομενικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φαίνομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek